-
1 дружный
дружный φιλικός, αγαπημένος ομόφωνος, ομόθυμος (единодушный) мы очень дружны είμαστε πολύ φίλοι* * *φιλικός, αγαπημένος; ομόφωνος, ομόθυμος ( единодушный)мы о́чень дружны́ — είμαστε πολύ φίλοι
-
2 дружный
дру́жн||ыйприл1. ἀγαπημένος, ἐνωμένος, συσπειρωμένος:\дружныйая семья ἀγαπημένη οίκογένεια· мы с иим \дружныйы είμαστε πολύ φίλοι·2. (согласованный, одновременный) ὁμόθυμος, ὀμόψυ-χος, ὀμόφωνος, ταυτόχρονος / γενικός, σύσσωμος (всеобщий):\дружныйые усилия οἱ κοινές προσπάθειες· \дружныйый отпо́р ἡ ὁμόθυμη ἀντίσταση· \дружныйый смех τό Ομαδικό γέλιο.